cosy

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

cosy < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkəʊ.zi/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈkoʊ.zi/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο

παραθετικά
θετικός cosy
συγκριτικός cosier
υπερθετικός cosiest

cosy (en) (βρετανική γραφή)

  • cozy (αμερικανική γραφή)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
cosy cosies

cosy (en) (βρετανική γραφή)

  1. το κάλυμμα το οποίο τοποθετείται σε ένα αντικείμενο για προστασία από ζημιά
  2. το κάλυμμα το οποίο τοποθετούμε σε ένα αντικείμενο για να το κρατήσουμε ζεστό

Πολυλεκτικοί όροι

  • tea cosy, tea cozy
  • egg cosy, egg cozy

Ρήμα

ενεστώτας cosy
γ΄ ενικό ενεστώτα cosies
αόριστος cosied
παθητική μετοχή cosied
ενεργητική μετοχή cosying

cosy (en) (βρετανική γραφή)

  1. το να είμαι άνετος
  2. το να είμαι φιλικός με κάποιον

  • cosy up
  • cosy up to
  • cozen
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.