capital-décès
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| capital-décès | capitaux-décès |
capital-décès (fr) αρσενικό
- χρηματικό ποσό που δίνεται μετά το θάνατο κάποιου στους δικαιούχους μιας ασφάλειας που είχε αυτός ορίσει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.