κεφαλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κεφαλικός | η | κεφαλική | το | κεφαλικό |
| γενική | του | κεφαλικού | της | κεφαλικής | του | κεφαλικού |
| αιτιατική | τον | κεφαλικό | την | κεφαλική | το | κεφαλικό |
| κλητική | κεφαλικέ | κεφαλική | κεφαλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κεφαλικοί | οι | κεφαλικές | τα | κεφαλικά |
| γενική | των | κεφαλικών | των | κεφαλικών | των | κεφαλικών |
| αιτιατική | τους | κεφαλικούς | τις | κεφαλικές | τα | κεφαλικά |
| κλητική | κεφαλικοί | κεφαλικές | κεφαλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κεφαλικός < κεφάλι
Πολυλεκτικοί όροι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
κεφαλικός < κεφαλή
Επίθετο
κεφαλικός
- που ανήκει ή αναφέρεται στην κεφαλή:
- στο κεφάλι
- στο μπροστινό κύριο τμήμα μιας ομάδας
- στους επικεφαλής
- που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν ιδιώτη και όχι στο σύνολο ή στο δημόσιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.