άκρον άωτον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άκρον άωτον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄκρον ἄωτον < ἄκρος & + ἄωτον  δείτε τις λέξεις άκρο και άωτος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈakɾon ˈaoton/

Έκφραση

άκρον άωτον ουδέτερο άκλιτο

  • (λόγιο) το πιο ακραίο σημείο, το ανώτερο σημείο που μπορεί να φτάσει μία κατάσταση
      Το άκρον άωτον του κυνισμού και της αναλγησίας. Αφού με την ολέθρια και ανιστόρητη πολιτική τους οδήγησαν τη χώρα στη Μεγάλη Ύφεση και τους ανθρώπους της στη φτώχεια και στην ανεργία, τώρα έρχονται να τους βγάλουν και από τα σπίτια τους με το αιτιολογικό ότι δεν πληρώνουν τα δάνεια! (@tovima.gr)
    άλλες μορφές: άκρον άωτο, άκρο άωτο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.