bâche
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /bɑʃ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| bâche | bâches |
- μουσαμάς με τον οποίο καλύπτουμε κάτι για να το προστατεύσουμε από τις καιρικές συνθήκες
- ≈ συνώνυμα: banne, couverture
- ξύλινο ή πέτρινο πλαίσιο, συνήθως με τζάμια, που χρησιμοποιείται στην κηπουρική σαν μικρό θερμοκήπιο
- (τεχνολογία) είδος δοχείου μεταξύ δύο αντλιών, η ατμοσφαιρική πίεση περιορίζει τη διαφορά ύψους μεταξύ των δύο σε περίπου δέκα μέτρα
- (τεχνολογία) μικρό δοχείο για τη μέτρηση του ορυκτού· δοχείο για την εισαγωγή του ορυκτού στον φούρνο· δοχείο μέσα στο οποίο ψύχονται οι σκωρίες
- (ναυτικός όρος) κοίλο μέρος πίσω από μια ξέρα όπου παραμένει νερό μετά την άμπωτη
- bâche ή bâche traînante, δίχτυ που σέρνεται στην άμμο, στα ρηχά μέρη των ποταμών
Εκφράσεις
- prendre une bâche : (αργκό) τα βρίσκω σκούρα· γελοιοποιούμαι
- Il a pris une sacré bâche, il ne ramènera plus sa fraise de si tôt.
Παρώνυμα
- bâcle, bâclent, bâcles → δείτε τη λέξη bâcler
- bâfre, bâfrent, bâfres → δείτε τη λέξη bâfrer
- banche, banchent, banches → δείτε τη λέξη bancher
- basse, bassent, basses → δείτε τη λέξη basser
- bâte, bâtent, bâtes → δείτε τη λέξη bâter
- bauche
- bêche, bêchent, bêches → δείτε τη λέξη bêcher
- biche, bichent, biches → δείτε τη λέξη bicher
- boche
- brache, brachent, braches → δείτε τη λέξη bracher
- branche, branchent, branches → δείτε τη λέξη brancher
- broche, brochent, broches → δείτε τη λέξη brocher
- bronche, bronchent, bronches → δείτε τη λέξη broncher
- bruche
- bûche, bûchent, bûches → δείτε τη λέξη bûcher (παραδοσιακή ορθογραφία)
- buche, buchent, buches → δείτε τη λέξη bucher (ορθογραφία του 1990)
- fâche, fâchent, fâches → δείτε τη λέξη fâcher
- gâche, gâchent, gâches → δείτε τη λέξη gâcher
- mâche, mâchent, mâches → δείτε τη λέξη mâcher
- tâche, tâchent, tâches → δείτε τη λέξη tâcher
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.