bâche

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /bɑʃ/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
bâche bâches

bâche (fr)θηλυκό

  1. μουσαμάς με τον οποίο καλύπτουμε κάτι για να το προστατεύσουμε από τις καιρικές συνθήκες
     συνώνυμα: banne, couverture
  2. ξύλινο ή πέτρινο πλαίσιο, συνήθως με τζάμια, που χρησιμοποιείται στην κηπουρική σαν μικρό θερμοκήπιο
     συνώνυμα: abri, châssis, couche
  3. (τεχνολογία) είδος δοχείου μεταξύ δύο αντλιών, η ατμοσφαιρική πίεση περιορίζει τη διαφορά ύψους μεταξύ των δύο σε περίπου δέκα μέτρα
  4. (τεχνολογία) μικρό δοχείο για τη μέτρηση του ορυκτού· δοχείο για την εισαγωγή του ορυκτού στον φούρνο· δοχείο μέσα στο οποίο ψύχονται οι σκωρίες
  5. (ναυτικός όρος) κοίλο μέρος πίσω από μια ξέρα όπου παραμένει νερό μετά την άμπωτη
  6. bâche ή bâche traînante, δίχτυ που σέρνεται στην άμμο, στα ρηχά μέρη των ποταμών

Εκφράσεις

Παρώνυμα

  • bâcle, bâclent, bâcles  δείτε τη λέξη bâcler
  • bâfre, bâfrent, bâfres  δείτε τη λέξη bâfrer
  • banche, banchent, banches  δείτε τη λέξη bancher
  • basse, bassent, basses  δείτε τη λέξη basser
  • bâte, bâtent, bâtes  δείτε τη λέξη bâter
  • bauche
  • bêche, bêchent, bêches  δείτε τη λέξη bêcher
  • biche, bichent, biches  δείτε τη λέξη bicher
  • boche
  • brache, brachent, braches  δείτε τη λέξη bracher
  • branche, branchent, branches  δείτε τη λέξη brancher
  • broche, brochent, broches  δείτε τη λέξη brocher
  • bronche, bronchent, bronches  δείτε τη λέξη broncher
  • bruche
  • bûche, bûchent, bûches  δείτε τη λέξη bûcher (παραδοσιακή ορθογραφία)
  • buche, buchent, buches  δείτε τη λέξη bucher (ορθογραφία του 1990)
  • fâche, fâchent, fâches  δείτε τη λέξη fâcher
  • gâche, gâchent, gâches  δείτε τη λέξη gâcher
  • mâche, mâchent, mâches  δείτε τη λέξη mâcher
  • tâche, tâchent, tâches  δείτε τη λέξη tâcher
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.