gâche

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡɑʃ/

Ετυμολογία

gâche < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
gâche gâches

gâche (fr) θηλυκό

Συγγενικά

Ετυμολογία

gâche < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
gâche gâches

gâche (fr) θηλυκό

  1. σπάτουλα για την ετοιμασία γύψου
  2. σπάτουλα ζαχαροπλάστη

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.