gâche
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡɑʃ/
Ετυμολογία
- gâche < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| gâche | gâches |
gâche (fr) θηλυκό
- μεταλλικό εξάρτημα μέσα στο οποίο μπαίνει η γλώσσα μιας κλειδαριάς ή ενός παραθύρου
Συγγενικά
Ετυμολογία
- gâche < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.