μουσαμάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μουσαμάς | οι | μουσαμάδες |
| γενική | του | μουσαμά | των | μουσαμάδων |
| αιτιατική | τον | μουσαμά | τους | μουσαμάδες |
| κλητική | μουσαμά | μουσαμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουσαμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική muşamba + -ς < αραβική مشمّع (muşamma, διαλεκτικό)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /mu.saˈmas/
Συγγενικά
Αναφορές
- μουσαμάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.