stake

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
stake stakes

stake (en)

  • το μερίδιο, το συμφέρον, τα χρήματα που κάποιος επενδύει σε μια εταιρεία
    I have a stake in the business.
    Έχω μερίδιο/συμφέρον στην επιχείρηση.
     συνώνυμα: share

Ρήμα

ενεστώτας stake
γ΄ ενικό ενεστώτα stakes
αόριστος staked
παθητική μετοχή staked
ενεργητική μετοχή staking

stake (en)

  1. παίζω, ρισκάρω χρήματα ή κάτι σημαντικό για το αποτέλεσμα κάτι
    I staked 5 euros on a horse.
    Έπαιξα 5 ευρώ σ' ένα άλογο.
    I’d stake my life on it.
    Θα έπαιζα και το κεφάλι μου.
    I’d stake my all on it.
    Θα έπαιζα ό,τι τι έχω και δεν έχω σ' αυτό.
  2. υποστηρίζω με πασσάλους
    I am staking the plants.
    Υποστηρίζω τα φυτά με πασσάλους.

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.