accessible
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- accessible < γαλλική accessible < λατινική accessibilis < accessus < accedo
Κατάλληλη πρόθεση
- accessible to: η κατάλληλη πρόθεση είναι το to
- accessible + τυπική διατύπωση/φράση: μπορεί η πρόθεση να διαφέρει εάν αποτελεί τυπική διατύπωση
- παράδειγμα: accessible at high water, accessible with accommodations for the (cohort/some
people) - οι προθέσεις εδώ δεν συνδέονται με το accessible· αποτελούν ξεχωριστά συστατικά της πρότασης (απλώς βρίσκονται δίπλα)
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.