Mensch

Γερμανικά (de)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Mensch die Menschen
γενική des Menschen der Menschen
δοτική dem Menschen den Menschen
αιτιατική den Menschen die Menschen

Ετυμολογία

Mensch < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική mensch(e) < παλαιά άνω γερμανική mennisco < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου mennisc (ανθρώπινος) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /mɛnʃ/
 

Ουσιαστικό

Mensch (de) αρσενικό

  1. ο άνθρωπος, ως είδος του ζωικού βασιλείου
    Schimpansen sind die nächsten lebenden Verwandten des Menschen.
    Οι χιμπατζήδες είναι οι στενότεροι εν ζωή συγγενείς του ανθρώπου.
  2. το άτομο, ένας άνθρωπος
    Das Geschäft ist voll von Menschen.
    Το κατάστημα είναι γεμάτο ανθρώπους.
     συνώνυμα: Person, (στον πληθυντικό) Leute

Συγγενικά

Σύνθετα

Εκφράσεις

Επιφώνημα

Mensch (de)

  • άσε! άει στο καλό!

Αναφορές

  1. Mensch - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).



Φλαμανδικά (vls)

Ετυμολογία

Mensch < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Mensch αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, : Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στις Περιοχές: Belgique, Flandre του Βελγίου



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

Mensch < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Mensch αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, : Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στις Περιοχές: Belgique, Flandre του Βελγίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.