κανείς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κανείς < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κανείς [1] < κἄν (ούτε) + εἷς (ένας)

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κανείς
ομόηχο: κανίς
τονικό παρώνυμο: κάνεις

Αντωνυμία

κανείς

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.