καραβάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καραβάνα οι καραβάνες
      γενική της καραβάνας των καραβανών
    αιτιατική την καραβάνα τις καραβάνες
     κλητική καραβάνα καραβάνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καραβάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική caravana[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈva.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καραβάνα
τονικό παρώνυμο: καραβανά

Ουσιαστικό

καραβάνα θηλυκό

  • (κουζινικά) η γενική ονομασία για κάθε μεταλλικό σκεύος που έχει λαβή και χρησιμοποιείται σε συσσίτια
      Πήγε στην αποθήκη και χρεώθηκε στρώμα και καραβάνα. Την τέταρτη καραβάνα της φυλακής του. Τις άλλες τρεις τις είχε τρυπήσει. (Μάριος Χάκκας (1993) Αποφυλάκιση [διήγημα])

Παράγωγα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.