Λαγωός
Νέα ελληνικά (el)

Ο αστερισμός του Λαγωού.
Ετυμολογία
- Λαγωός < αρχαία ελληνική λαγωός, λαγώς
Κύριο όνομα
Λαγωός αρσενικό
-
Λαγωός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Λαγωός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.