εθνικόφρων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εθνικόφρων & εθνικόφρονας |
η | εθνικόφρων | το | εθνικόφρον |
| γενική | του | εθνικόφρονος & εθνικόφρονα |
της | εθνικόφρονος | του | εθνικόφρονος |
| αιτιατική | τον | εθνικόφρονα | την | εθνικόφρονα | το | εθνικόφρον |
| κλητική | εθνικόφρων & εθνικόφρονα |
εθνικόφρων | εθνικόφρον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εθνικόφρονες | οι | εθνικόφρονες | τα | εθνικόφρονα |
| γενική | των | εθνικοφρόνων | των | εθνικοφρόνων | των | εθνικοφρόνων |
| αιτιατική | τους | εθνικόφρονες | τις | εθνικόφρονες | τα | εθνικόφρονα |
| κλητική | εθνικόφρονες | εθνικόφρονες | εθνικόφρονα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
| ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εθνικόφρων, -ων, -ον
- (λόγιο)
- που υποστηρίζει την ιδέα του έθνους, που έχει εθνικό φρόνημα
- (κακόσημο) συνώνυμο του εθνικιστής
Μεταφράσεις
εθνικόφρων
|
(κακόσημο)
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.