αιγοτρόφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αιγοτρόφος οι αιγοτρόφοι
      γενική του/της αιγοτρόφου των αιγοτρόφων
    αιτιατική τον/την αιγοτρόφο τους/τις αιγοτρόφους
     κλητική αιγοτρόφε αιγοτρόφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιγοτρόφος < αίγ(α) + -ο- + -τρόφος

Ουσιαστικό

αιγοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

  • αιγοτροφία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.