εκτροφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκτροφή | οι | εκτροφές |
| γενική | της | εκτροφής | των | εκτροφών |
| αιτιατική | την | εκτροφή | τις | εκτροφές |
| κλητική | εκτροφή | εκτροφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκτροφή < αρχαία ελληνική ἐκτροφή < ἐκτρέφω
Ουσιαστικό
εκτροφή θηλυκό
- το να εκτρέφει κάποιος κάτι, ιδίως ζώα για το κρέας τους, το μαλλί τους και το γάλα τους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.