-τοπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -τοπος | οι | -τοποι |
| γενική | του | -τοπου | των | -τοπων |
| αιτιατική | τον | -τοπο | τους | -τοπους |
| κλητική | -τοπε | -τοποι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -τοπος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -τοπος < αρχαία ελληνική τόπος και (λόγιο δάνειο) διεθνής ορολογία -tope < αρχαία ελληνική -τόπος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /to.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -το‐πος
Επίθημα
-τοπος αρσενικό
- επίθημα ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε τόπο
- ο οποίος έχει πληθώρα του αναφερόμενου στο α′ συνθετικό
- με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
- κατάλληλο για συγκεκριμένη δραστηριότητα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τοπος στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-τοπος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -τοπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.