παιδότοπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παιδότοπος οι παιδότοποι
      γενική του παιδότοπου των παιδότοπων
    αιτιατική τον παιδότοπο τους παιδότοπους
     κλητική παιδότοπε παιδότοποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παιδότοπος < παιδό- + -τοπος

Ουσιαστικό

παιδότοπος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.