αμπελότοπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αμπελότοπος | οι | αμπελότοποι |
| γενική | του | αμπελότοπου | των | αμπελότοπων |
| αιτιατική | τον | αμπελότοπο | τους | αμπελότοπους |
| κλητική | αμπελότοπε | αμπελότοποι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αμπελότοπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.