αγριότοπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αγριότοπος | οι | αγριότοποι |
| γενική | του | αγριότοπου | των | αγριότοπων |
| αιτιατική | τον | αγριότοπο | τους | αγριότοπους |
| κλητική | αγριότοπε | αγριότοποι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αγριότοπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.