-πορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -πορία | οι | -πορίες |
| γενική | της | -πορίας | των | -ποριών |
| αιτιατική | τη(ν) | -πορία | τις | -πορίες |
| κλητική | -πορία | -πορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
-πορία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -πορία. Δείτε πόρος
Επίθημα
-πορία θηλυκό
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πορία στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
-πορία
|
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- -πορία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -πορία. Δείτε πόρος
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -πορία στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | -πορίᾱ | αἱ | -πορίαι |
| γενική | τῆς | -πορίᾱς | τῶν | -ποριῶν |
| δοτική | τῇ | -πορίᾳ | ταῖς | -πορίαις |
| αιτιατική | τὴν | -πορίᾱν | τὰς | -πορίᾱς |
| κλητική ὦ! | -πορίᾱ | -πορίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -πορίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | -πορίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Επίθημα
-πορία θηλυκό
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πορία στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -πορία @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.