δυσπορία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | δυσπορίᾱ | αἱ | δυσπορίαι |
| γενική | τῆς | δυσπορίᾱς | τῶν | δυσποριῶν |
| δοτική | τῇ | δυσπορίᾳ | ταῖς | δυσπορίαις |
| αιτιατική | τὴν | δυσπορίᾱν | τὰς | δυσπορίᾱς |
| κλητική ὦ! | δυσπορίᾱ | δυσπορίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυσπορίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δυσπορίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- δυσπορία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.