-κτονία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -κτονία οι -κτονίες
      γενική της -κτονίας των -κτονιών
    αιτιατική τη(ν) -κτονία τις -κτονίες
     κλητική -κτονία -κτονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-κτονία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -κτονία[1] < αρχαία ελληνική -κτόνος < κτείνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ktoˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -κτονία

Επίθημα

-κτονία θηλυκό

  1. δεύτερο συνθετικό λέξεων που σημαίνουν το φόνο του προσώπου που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
    πατροκτονία
  2. δεύτερο συνθετικό λέξεων που σημαίνουν θάνατο από κάποια αιτία
    λιμοκτονία

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κτονία στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κτονῐᾱ-
ονομαστική -κτονί αἱ -κτονίαι
      γενική τῆς -κτονίᾱς τῶν -κτονιῶν
      δοτική τῇ -κτονί ταῖς -κτονίαις
    αιτιατική τὴν -κτονίᾱν τὰς -κτονίᾱς
     κλητική ! -κτονί -κτονίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -κτονί
γεν-δοτ τοῖν  -κτονίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-κτονία < αρχαία ελληνική -κτόνος < κτείνω

Επίθημα

-κτονία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. δεύτερο συνθετικό λέξεων που σημαίνουν το φόνο του προσώπου που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
    πατροκτονία, τυραννοκτονία
  2. δεύτερο συνθετικό λέξεων που σημαίνουν θάνατο με κάποιο μέσο ή από κάποια αιτία
    λιθοκτονία
    λιμοκτονία

Σύνθετα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.