δευτεροετής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δευτεροετής η δευτεροετής το δευτεροετές
      γενική του δευτεροετούς* της δευτεροετούς του δευτεροετούς
    αιτιατική τον δευτεροετή τη δευτεροετή το δευτεροετές
     κλητική δευτεροετή(ς) δευτεροετής δευτεροετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δευτεροετείς οι δευτεροετείς τα δευτεροετή
      γενική των δευτεροετών των δευτεροετών των δευτεροετών
    αιτιατική τους δευτεροετείς τις δευτεροετείς τα δευτεροετή
     κλητική δευτεροετείς δευτεροετείς δευτεροετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δευτεροετής < {πρόσφ|δευτερο-|-ετής}}

Επίθετο

δευτεροετής, -ής, -ές

  1. (εκπαίδευση) που σχετίζεται με το πρώτο έτος φοίτησης σε μια σχολή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) φοιτητής ή φοιτήτρια που διανύουν το δεύτερο έτος των σπουδών τους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.