δεκαπενταετής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκαπενταετής η δεκαπενταετής το δεκαπενταετές
      γενική του δεκαπενταετούς* της δεκαπενταετούς του δεκαπενταετούς
    αιτιατική τον δεκαπενταετή τη δεκαπενταετή το δεκαπενταετές
     κλητική δεκαπενταετή(ς) δεκαπενταετής δεκαπενταετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκαπενταετείς οι δεκαπενταετείς τα δεκαπενταετή
      γενική των δεκαπενταετών των δεκαπενταετών των δεκαπενταετών
    αιτιατική τους δεκαπενταετείς τις δεκαπενταετείς τα δεκαπενταετή
     κλητική δεκαπενταετείς δεκαπενταετείς δεκαπενταετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δεκαπενταετής < δεκαπέντε + -ετής  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

δεκαπενταετής, -ής, -ές

  1. που έχει ηλικία δεκαπέντε ετών
  2. που έχει διάρκεια δεκαπέντε ετών

Συνώνυμα

  • δεκαπεντάχρονος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.