ὁπλιτοδρόμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὁπλιτοδρόμος | τὸ | ὁπλιτοδρόμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὁπλιτοδρόμου | τοῦ | ὁπλιτοδρόμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὁπλιτοδρόμῳ | τῷ | ὁπλιτοδρόμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὁπλιτοδρόμον | τὸ | ὁπλιτοδρόμον | ||
| κλητική ὦ! | ὁπλιτοδρόμε | ὁπλιτοδρόμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὁπλιτοδρόμοι | τὰ | ὁπλιτοδρόμᾰ | ||
| γενική | τῶν | ὁπλιτοδρόμων | τῶν | ὁπλιτοδρόμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὁπλιτοδρόμοις | τοῖς | ὁπλιτοδρόμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὁπλιτοδρόμους | τὰ | ὁπλιτοδρόμᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ὁπλιτοδρόμοι | ὁπλιτοδρόμᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁπλιτοδρόμω | τὼ | ὁπλιτοδρόμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὁπλιτοδρόμοιν | τοῖν | ὁπλιτοδρόμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ὁπλιτοδρόμος < αρχαία ελληνική ὁπλίτ(ης) + -ο- + -δρόμος (δρόμος)
Επίθετο
ὁπλιτοδρόμος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή , αθλητισμός) που τρέχει σε αγώνα δρόμου με βαρύ οπλισμό (ὁπλίτης δρόμος), ως ὁπλίτης
Συγγενικά
- ὁπλιτοδρομέω

Ὁπλιτοδρόμος σε αγγείο (μουσείο Λούβρου).
Πηγές
- ὁπλιτοδρόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.