αρματοδρόμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρματοδρόμος | οι | αρματοδρόμοι |
| γενική | του | αρματοδρόμου | των | αρματοδρόμων |
| αιτιατική | τον | αρματοδρόμο | τους | αρματοδρόμους |
| κλητική | αρματοδρόμε | αρματοδρόμοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρματοδρόμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αρματοδρόμος αρσενικό
- ο αγωνιζόμενος σε αρματοδρομία
Μεταφράσεις
αρματοδρόμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.