χιονοδρόμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | χιονοδρόμος | οι | χιονοδρόμοι |
| γενική | του/της | χιονοδρόμου | των | χιονοδρόμων |
| αιτιατική | τον/τη | χιονοδρόμο | τους/τις | χιονοδρόμους |
| κλητική | χιονοδρόμε | χιονοδρόμοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χιονοδρόμος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που διασχίζει γρήγορα μια χιονισμένη επιφάνεια χρησιμοποιώντας ειδικό εξοπλισμό (πέδιλα και μπαστούνι)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- χιονοδρονία
- χιονοδρομικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.