ἀστεροδρόμος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀστεροδρόμος < ἀστέρ(ας) ( < ἀστήρ) + -ο- + -δρόμος ( < δρόμος)[1]

Επίθετο

ἀστεροδρόμος

  • πασίγνωστος, που η φήμη του φτάνει στ' άστρα, (κυριολεκτικά) που διαβαίνει ανάμεσα σε άστρα
      προσερωτῶσιν οἱ ἄρχοντες «ποῦ 'ναι ὁ Βελισάρης
    ὁ θαυμαστός, ὁ φρόνιμος, ἀστεροδρόμος Ἄρης...;»
    Ανώνυμος. Ριμάδα περὶ Βελισαρίου, στίχος 896. Διασκευή (14531490)[2][3]

Συγγενικά

  • ἀστερολέσχης
  • ἀστερόμορφος
  • ἀστεροσκόπος
  • ἀστεροστόλιστος
  • ἀστρο-
  • και  δείτε τις λέξεις ἀστήρ και δρόμος

Αναφορές

  1. σελ.275, Τόμος Γ' - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
  2. Διήγησις Βελισαρίου - Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
  3. Πηγές του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά: Διήγησις Βελισαρίου greek-language.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.