-γλωσσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -γλωσσία | οι | -γλωσσίες |
| γενική | της | -γλωσσίας | των | -γλωσσιών |
| αιτιατική | τη(ν) | -γλωσσία | τις | -γλωσσίες |
| κλητική | -γλωσσία | -γλωσσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
-γλωσσία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -γλωσσία
- για σύγχρονους όρους < (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία -glossia < ελληνιστική κοινή -γλωσσία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣloˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -γλωσ‐σί‐α
Επίθημα
-γλωσσία θηλυκό
Συγγενικά
- γλωσσο-
- -γλωσσος
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -γλωσσία στο Βικιλεξικό
- -λαλία
- -λαλιά
- -λεξία
- -στομία
Αναφορές
- -γλωσσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας}
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | -γλωσσίᾱ | αἱ | -γλωσσίαι |
| γενική | τῆς | -γλωσσίᾱς | τῶν | -γλωσσιῶν |
| δοτική | τῇ | -γλωσσίᾳ | ταῖς | -γλωσσίαις |
| αιτιατική | τὴν | -γλωσσίᾱν | τὰς | -γλωσσίᾱς |
| κλητική ὦ! | -γλωσσίᾱ | -γλωσσίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -γλωσσίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | -γλωσσίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- -γλωττία
- ἀθυρογλωττία
- ἐχεγλωττία
- θρασυγλωττία
Συγγενικά
- γλωσσο-
- -γλωσσος
- και → δείτε τη λέξη γλῶσσα
- -λαλία
- -λεξία
- -στομία
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -γλωσσία στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -γλωσσία @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.