ἀγλωσσία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγλωσσί αἱ ἀγλωσσίαι
      γενική τῆς ἀγλωσσίᾱς τῶν ἀγλωσσιῶν
      δοτική τῇ ἀγλωσσί ταῖς ἀγλωσσίαις
    αιτιατική τὴν ἀγλωσσίᾱν τὰς ἀγλωσσίᾱς
     κλητική ! ἀγλωσσί ἀγλωσσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγλωσσί
γεν-δοτ τοῖν  ἀγλωσσίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀγλωσσία < ἄγλωσσος < ἀ- + -γλωσσία ( γλῶσσα )

Ουσιαστικό

ἀγλωσσία θηλυκό

  1. αλαλία, βουβαμάρα
  2. αγλωσσία, έλλειψη ευφράδειας

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.