ἀγλωσσία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀγλωσσίᾱ | αἱ | ἀγλωσσίαι |
| γενική | τῆς | ἀγλωσσίᾱς | τῶν | ἀγλωσσιῶν |
| δοτική | τῇ | ἀγλωσσίᾳ | ταῖς | ἀγλωσσίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἀγλωσσίᾱν | τὰς | ἀγλωσσίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀγλωσσίᾱ | ἀγλωσσίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγλωσσίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγλωσσίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αντώνυμα
- αττικός τύπος : ἀγλωττία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.