κακογλωσσία

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κακογλωσσί αἱ κακογλωσσίαι
      γενική τῆς κακογλωσσίᾱς τῶν κακογλωσσιῶν
      δοτική τῇ κακογλωσσί ταῖς κακογλωσσίαις
    αιτιατική τὴν κακογλωσσίᾱν τὰς κακογλωσσίᾱς
     κλητική ! κακογλωσσί κακογλωσσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κακογλωσσί
γεν-δοτ τοῖν  κακογλωσσίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κακογλωσσία < κακο- + -γλωσσία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κακογλωσσιά

Ουσιαστικό

κακογλωσσία θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις κακός και γλῶσσα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.