-αίικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -αίικο | τα | -αίικα |
| γενική | του | -αίικου | των | -αίικων |
| αιτιατική | το | -αίικο | τα | -αίικα |
| κλητική | -αίικο | -αίικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.i.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -αί‐ι‐κο
Επίθημα
-αίικο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) επίθημα με πρώτο συνθετικό
- οικογενειακό επώνυμο που δηλώνει
- την οικογένεια ή το σπίτι
- Κωλοκοτρόνης, Κωλοκοτροναίοι > Κωλοκοτροναίικο / Κολοκοτρωναίικο
- Παπαχρίστου, Παπαχρισταίοι > Παπαχρισταίικο
- τη συνοικία ή τον τόπο όπου κατοικεί η οικογένεια
- σημείωση: το τοπωνύμια και στον πληθυντικό: -αίικα
- την οικογένεια ή το σπίτι
- (περιληπτικό) πατριδωνυμικό ή εθνικό όνομα
- Ρωμιός (Ῥωμαῖος) > ρωμαίικο
- λήγουν σε -αιικο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- οικογενειακό επώνυμο που δηλώνει
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -αίικο στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- -αίικο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- -αίικο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.