-αίικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα -αίικα
      γενική των -αίικων
    αιτιατική τα -αίικα
     κλητική -αίικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-αίικα < πληθυντικός αριθμός του -αίικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου -αίικος επίθημα σε οικογενειακά επώνυμα -αί(οι) + -ικος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.i.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -αίικα

Επίθημα

-αίικα ουδέτερο στον πληθυντικό

Συγγενικά

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -αίικα στο Βικιλεξικό

Πηγές

  • -αίικα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Αθηνά: σύγγραμμα περιοδικόν της Εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας, Αθήνα, σελ. 285 απόσπασμα@books.google
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.