Κωλοκοτρόνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κωλοκοτρόνης | οι | Κωλοκοτρόνηδες & Κωλοκοτροναίοι |
| γενική | του | Κωλοκοτρόνη | των | Κωλοκοτρόνηδων & Κωλοκοτροναίων |
| αιτιατική | τον | Κωλοκοτρόνη | τους | Κωλοκοτρόνηδες & Κωλοκοτροναίους |
| κλητική | Κωλοκοτρόνη | Κωλοκοτρόνηδες & Κωλοκοτροναίοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Κωλοκοτρόνης (κλίση: νοικοκύρης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κωλοκοτρόνης < κωλο- (κώλος) + κοτρόνι + -ης (μεταφραστικό δάνειο) αλβανική bythë + gur
- ※ «Αὐτὸς εἶχε ἕνα παιδί, Γιάννη, καὶ ἕνας Ἀρβανίτης εἶπε: «Βρέ, τί Μπιθεκούρας εἶναι αὐτός». Δηλαδὴ πόσον ὁ κῶλος του εἶναι σὰν κοτρόνι, καὶ ἔτσι τοῦ ἔμεινε τὸ ὄνομα Κολοκοτρώνης.» (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διηγήσεις αγωνιστών του ’21)
Κύριο όνομα
Κωλοκοτρόνης αρσενικό
- ελληνικό ανδρικό επώνυμο. Η συνηθισμένη γραφή του είναι Κολοκοτρώνης.
- ※ Τὴν ἀλήθειαν δὲ ταύτην οὐδ' αὐτὸς ὁ Κωλοκοτρόνης ἠγνόει. (*, 1853)
Μεταγραφές
- → δείτε τη λέξη Κολοκοτρώνης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.