Κωλοκοτρόνης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κωλοκοτρόνης οι Κωλοκοτρόνηδες
& Κωλοκοτροναίοι
      γενική του Κωλοκοτρόνη των Κωλοκοτρόνηδων
& Κωλοκοτροναίων
    αιτιατική τον Κωλοκοτρόνη τους Κωλοκοτρόνηδες
& Κωλοκοτροναίους
     κλητική Κωλοκοτρόνη Κωλοκοτρόνηδες
& Κωλοκοτροναίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Κωλοκοτρόνης (κλίση: νοικοκύρης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κωλοκοτρόνης < κωλο- (κώλος) + κοτρόνι + -ης (μεταφραστικό δάνειο) αλβανική bythë + gur
  «Αὐτὸς εἶχε ἕνα παιδί, Γιάννη, καὶ ἕνας Ἀρβανίτης εἶπε: «Βρέ, τί Μπιθεκούρας εἶναι αὐτός». Δηλαδὴ πόσον ὁ κῶλος του εἶναι σὰν κοτρόνι, καὶ ἔτσι τοῦ ἔμεινε τὸ ὄνομα Κολοκοτρώνης.» (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διηγήσεις αγωνιστών του ’21)

Κύριο όνομα

Κωλοκοτρόνης αρσενικό

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.