θυρίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θυρίς αἱ θυρίδες
      γενική τῆς θυρίδος τῶν θυρίδων
      δοτική τῇ θυρίδ ταῖς θυρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν θυρίδ τὰς θυρίδᾰς
     κλητική ! θυρίς* θυρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θυρίδε
γεν-δοτ τοῖν  θυρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θυρίς < θύρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίς

Ουσιαστικό

θυρίς θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη θύρα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.