Ωκεανίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ωκεανίδα οι Ωκεανίδες
      γενική της Ωκεανίδας των Ωκεανίδων
    αιτιατική την Ωκεανίδα τις Ωκεανίδες
     κλητική Ωκεανίδα Ωκεανίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ωκεανίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ὠκεανίς, από την αιτιατική ενικού «τὴν Ὠκεανίδα»

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ce.aˈni.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ωκεανίδα

Κύριο όνομα

Ωκεανίδα θηλυκό

  • (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) μία από τις κόρες του Ωκεανού, νύμφη της θάλασσας και προστάτιδα των ποταμών
    οι Ωκεανίδες ήταν ενάλιες θεότητες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.