Ὠκεανίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ὠκεανίς αἱ Ὠκεανίδες
      γενική τῆς Ὠκεανίδος τῶν Ὠκεανίδων
      δοτική τῇ Ὠκεανίδ ταῖς Ὠκεανίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Ὠκεανίδ τὰς Ὠκεανίδᾰς
     κλητική ! Ὠκεανίς* Ὠκεανίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ὠκεανίδε
γεν-δοτ τοῖν  Ὠκεανίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ὠκεανίς < Ὠκεαν(ός) + -ίς

Κύριο όνομα

Ὠκεανίς, -ίδος θηλυκό

  • (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) μία από τις Ωκεανίδες νύμφες, τις κόρες του Ωκεανού και της Τηθύος

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.