πατριδωνυμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πατριδωνυμικός η πατριδωνυμική το πατριδωνυμικό
      γενική του πατριδωνυμικού της πατριδωνυμικής του πατριδωνυμικού
    αιτιατική τον πατριδωνυμικό την πατριδωνυμική το πατριδωνυμικό
     κλητική πατριδωνυμικέ πατριδωνυμική πατριδωνυμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πατριδωνυμικοί οι πατριδωνυμικές τα πατριδωνυμικά
      γενική των πατριδωνυμικών των πατριδωνυμικών των πατριδωνυμικών
    αιτιατική τους πατριδωνυμικούς τις πατριδωνυμικές τα πατριδωνυμικά
     κλητική πατριδωνυμικοί πατριδωνυμικές πατριδωνυμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πατριδωνυμικός < πατρίδ(α) + -ωνύμ(ιο) (όνομα) + -ικός[1]

Ουσιαστικό

πατριδωνυμικός -ή, -ό αρσενικό,

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.