-έστατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -έστατος | η | -έστατη | το | -έστατο |
| γενική | του | -έστατου | της | -έστατης | του | -έστατου |
| αιτιατική | τον | -έστατο | τη(ν) | -έστατη | το | -έστατο |
| κλητική | -έστατε | -έστατη | -έστατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -έστατοι | οι | -έστατες | τα | -έστατα |
| γενική | των | -έστατων | των | -έστατων | των | -έστατων |
| αιτιατική | τους | -έστατους | τις | -έστατες | τα | -έστατα |
| κλητική | -έστατοι | -έστατες | -έστατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -έστατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -έστατος
Επίθημα
-έστατος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του -ής: επίθημα για το σχηματισμό μονολεκτικού απόλυτου υπερθετικού βαθμού επιθέτων σε -ής
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -έστατος στο Βικιλεξικό
- -έστερος (συγκριτικός βαθμός)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | -έστατος | ἡ | -εστάτη | τὸ | -έστατον |
| γενική | τοῦ | -εστάτου | τῆς | -εστάτης | τοῦ | -εστάτου |
| δοτική | τῷ | -εστάτῳ | τῇ | -εστάτῃ | τῷ | -εστάτῳ |
| αιτιατική | τὸν | -έστατον | τὴν | -εστάτην | τὸ | -έστατον |
| κλητική ὦ! | -έστατε | -εστάτη | -έστατον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | -έστατοι | αἱ | -έσταται | τὰ | -έστατᾰ |
| γενική | τῶν | -εστάτων | τῶν | -εστάτων | τῶν | -εστάτων |
| δοτική | τοῖς | -εστάτοις | ταῖς | -εστάταις | τοῖς | -εστάτοις |
| αιτιατική | τοὺς | -εστάτους | τὰς | -εστάτᾱς | τὰ | -έστατᾰ |
| κλητική ὦ! | -έστατοι | -έσταται | -έστατᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -εστάτω | τὼ | -εστάτᾱ | τὼ | -εστάτω |
| γεν-δοτ | τοῖν | -εστάτοιν | τοῖν | -εστάταιν | τοῖν | -εστάτοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -έστατος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθημα
-έστατος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του -ής: επίθημα για το σχηματισμό μονολεκτικού απόλυτου υπερθετικού βαθμού επιθέτων σε -ής
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -έστατος στο Βικιλεξικό
- Ελληνιστικές λέξεις με επίθημα -έστατος στο Βικιλεξικό
- -έστερος (συγκριτικός βαθμός)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.