μεγαλέμπορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεγαλέμπορος | οι | μεγαλέμποροι |
| γενική | του | μεγαλεμπόρου & μεγαλέμπορου |
των | μεγαλεμπόρων |
| αιτιατική | τον | μεγαλέμπορο | τους | μεγαλεμπόρους & μεγαλέμπορους |
| κλητική | μεγαλέμπορε | μεγαλέμποροι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεγαλέμπορος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεγαλέμπορος < μεγαλ- + ἔμπορος (έμπορος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ɣaˈlem.bo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐λέ‐μπο‐ρος
- παλιότερος συλλαβισμός : με‐γα‐λέμ‐πο‐ρος
Ουσιαστικό
μεγαλέμπορος αρσενικό ή θηλυκό (και αρσενικό μεγαλέμπορας προφορικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.