-έμπορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -έμπορας | οι | -έμπορες & -εμπόροι |
| γενική | του | -έμπορα | των | -εμπόρων |
| αιτιατική | τον | -έμπορα | τους | -έμπορες & -εμπόρους |
| κλητική | -έμπορα | -έμπορες & -εμπόροι | ||
| Και με δεύτερους, λαϊκούς τύπους στον πληθυντικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -έμπορας < έμπορας
Προφορά
- ΔΦΑ : /emˈbo.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ε‐μπό‐ρας
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -έμπορας στο Βικιλεξικό
Πηγές
- "-έμπορος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- -έμπορος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.