-άκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -άκος οι -άκοι
      γενική του -άκου των -άκων
    αιτιατική τον -άκο τους -άκους
     κλητική -άκο -άκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-άκος < -άκ(ι) + -ος [1]

Επίθημα

-άκος αρσενικό (θηλυκό -άκου)

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -άκος στο Βικιλεξικό
  • Κατηγορία:Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -άκος (νέα ελληνικά)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. -άκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.