-άκου

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ku/
ομόηχο: άκου

Κλιτικός τύπος επιθήματος

-άκου

  1. (λόγιο) γενική ενικού του -άκης, επιθήματος ανδρικού επωνύμου
  2. από τη λόγια γενική πτώση του αρσενικού, επίθημα άκλιτων γυναικείων επωνύμων
    η κυρία Αγγελάκου έχει πάρει το επώνυμο του συζύγου της που λέγεται Αγγελάκης
    εναλλακτική συνηθέστερη μορφή: -άκη

  • Κατηγορία:Γυναικεία επώνυμα με επίθημα -άκου (νέα ελληνικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.