Κωστάκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κωστάκος οι Κωστάκοι
      γενική του Κωστάκου των Κωστάκων
    αιτιατική τον Κωστάκο τους Κωστάκους
     κλητική Κωστάκο Κωστάκοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κωστάκος < Κώστ(ας) + -άκος

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈsta.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κωστάκος

Κύριο όνομα

Κωστάκος αρσενικό (θηλυκό Κωστάκου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.