Σπύρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σπύρος | οι | Σπύροι |
| γενική | του | Σπύρου | των | Σπύρων |
| αιτιατική | τον | Σπύρο | τους | Σπύρους |
| κλητική | Σπύρο | Σπύροι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σπύρος < Σπυρ(ίδων) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈspi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπύ‐ρος
Παράγωγα
Συγγενικά
- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'Σπύρος' στο Βικιλεξικό
- → δείτε τη λέξη Σπυρίδων
- «Χρόνια πολλά στον Σπύρο!» @sarantakos 2018.12.12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.