ῥαγδαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ῥαγδαῖος | ἡ | ῥαγδαίᾱ | τὸ | ῥαγδαῖον |
| γενική | τοῦ | ῥαγδαίου | τῆς | ῥαγδαίᾱς | τοῦ | ῥαγδαίου |
| δοτική | τῷ | ῥαγδαίῳ | τῇ | ῥαγδαίᾳ | τῷ | ῥαγδαίῳ |
| αιτιατική | τὸν | ῥαγδαῖον | τὴν | ῥαγδαίᾱν | τὸ | ῥαγδαῖον |
| κλητική ὦ! | ῥαγδαῖε | ῥαγδαίᾱ | ῥαγδαῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ῥαγδαῖοι | αἱ | ῥαγδαῖαι | τὰ | ῥαγδαῖᾰ |
| γενική | τῶν | ῥαγδαίων | τῶν | ῥαγδαίων | τῶν | ῥαγδαίων |
| δοτική | τοῖς | ῥαγδαίοις | ταῖς | ῥαγδαίαις | τοῖς | ῥαγδαίοις |
| αιτιατική | τοὺς | ῥαγδαίους | τὰς | ῥαγδαίᾱς | τὰ | ῥαγδαῖᾰ |
| κλητική ὦ! | ῥαγδαῖοι | ῥαγδαῖαι | ῥαγδαῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥαγδαίω | τὼ | ῥαγδαίᾱ | τὼ | ῥαγδαίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ῥαγδαίοιν | τοῖν | ῥαγδαίαιν | τοῖν | ῥαγδαίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ῥαγδαῖος, ήδη τον 5ο αιώνα στον Αριστοφάνη < θέμα ῥάγ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος όπως στο ῥήγνυμι, θέμα ῥάγδ- όπως στο ελληνιστικό επίρρημα ῥάγδην + -αῖος [1]
Επίθετο
ῥαγδαῖος, -α, -ον
Συγγενικά
- ῥαγδαίως επίρρημα αντί του ῥάγδην στα ελληνιστικά χρόνια
- ῥάσσω και ῥήσσω και ῥήττω
- ῥάχις
- ῥαχιαῖος
- ῥωγμή
- ῥῆγμα,
- ῥῆξις
- ίσως ῥηχός
στα νέα ελληνικά:
Αναφορές
- ραγδαίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ῥαγδαῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥαγδαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.