ῥωγμή

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥωγμή αἱ ῥωγμαί
      γενική τῆς ῥωγμῆς τῶν ῥωγμῶν
      δοτική τῇ ῥωγμ ταῖς ῥωγμαῖς
    αιτιατική τὴν ῥωγμήν τὰς ῥωγμᾱ́ς
     κλητική ! ῥωγμή ῥωγμαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥωγμᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ῥωγμαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ῥωγμή < ῥήγνυμι

Ουσιαστικό

ῥωγμή, -ῆς θηλυκό

  1. (για οστό) κάταγμα
  2. (για έδαφος, ξύλο) σχισμή, σκάσιμο

Συνώνυμα

  • ῥωγή
  • ῥωγμός
  • ῥωχμός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.