ῥωγμή
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ῥωγμή | αἱ | ῥωγμαί |
| γενική | τῆς | ῥωγμῆς | τῶν | ῥωγμῶν |
| δοτική | τῇ | ῥωγμῇ | ταῖς | ῥωγμαῖς |
| αιτιατική | τὴν | ῥωγμήν | τὰς | ῥωγμᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | ῥωγμή | ῥωγμαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥωγμᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ῥωγμαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ῥωγμή < ῥήγνυμι
Συνώνυμα
- ῥωγή
- ῥωγμός
- ῥωχμός
Πηγές
- ῥωγμή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.