ῥάσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
Συγγενικά
- ῥάγδην (επίρρημα) και το μεταγενέστερο ῥαγδαίως
- ῥαγδαῖος
- ῥακτοί (πληθ. του ῥακτός) (χαράδρες)
- ῥαχία και ιωνικός τύπος ῥηχίη (φουσκονεριά, τα ρηχά, ο γιαλός)
- σύρραξις
Ρηματικοί τύποι
- ενεργητική: μέλλοντας ῥάξω (μόνον σύνθετος: ξυρράξω), αόριστος ἔρραξα
- μέση: μέλλοντας: ῥάξομαι (μεταγενέστερος της ελληνιστικής)
- παθητική: αόριστος ἐρράχθην (μόνον σύνθετος: κατερράχθην)
Σύνθετα
- συρράσσω και συρράττω
- καταρράσσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.