ῥῆξις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥῆξῐς αἱ ῥήξεις
      γενική τῆς ῥήξεως τῶν ῥήξεων
      δοτική τῇ ῥήξει ταῖς ῥήξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ῥῆξῐν τὰς ῥήξεις
     κλητική ! ῥῆξῐ ῥήξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥήξει
γεν-δοτ τοῖν  ῥηξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ῥῆξις < *ϝρῆκ- (< θέμα *ϝρηγ- με αηχοποίηση του [k] πριν το [s]) + -σις > -ξις <ref>«ρήξη» -Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.<ref>

Ουσιαστικό

ῥῆξις

  1. ρήξη
  2. σπάσιμο, ρήγμα
  3. εκροή

Συγγενικά

Αναφορές

    Πηγές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.